- διακαυστικός
- η , όν воспламеняющий;
διακαυστικός φακός — зажигательное стекло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακαυστικός φακός — зажигательное стекло
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διακαυστικός — ή, ό 1. ο ικανός να διακαίει 2. αυτός που είναι πολύ καυστικός 3. ο κατάλληλος για καυτηρίαση, αυτός που μπορεί να χρησιμοποιηθεί για καυτηρίαση … Dictionary of Greek